(γόος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δαιόφρων — δαϊόφρων , δαιόφρων unhappy in mind masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαϊόφρων — ( ονος), ο, η (Α) θλιβερός, θρηνητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάιος (Ι)* + φρων < φρην (φρενός)] … Dictionary of Greek